αλογόνωση

αλογόνωση
η Χημ.
η χημική διαδικασία κατά την οποία κατεργάζεται ή ενώνεται μια ουσία με ένα αλογόνο (φθόριο, χλώριο, βρώμιο, ιώδιο ή αστάτιο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλογόνα* + κατάλ. -ωση*. Απόδοση στα Ελλληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. halogenation].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιλικόνες — Γενική ονομασία μιας ομάδας οργανο πυριτικών υψηλο πολυμερών ενώσεων η οποία, από άποψη δομής, βασίζεται σ’ ένα σκελετό σχηματισμένο με δεσμούς πυρίτιο οξυγόνο και πυρίτιο άνθρακας. Ανάλογα με τα χρησιμοποιούμενα αρχικά μονομερή και τις συνθήκες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”